пятница, 5 июня 2020 г.

RSSMix.com Mix ID 11530258

RSSMix.com Mix ID 11530258


Academic Dictionaries and Encyclopedias ��

Posted:

Nothing found.

Try to change search request

Wir verwenden Cookies für die beste Präsentation unserer Website. Wenn Sie diese Website weiterhin nutzen, stimmen Sie dem zu.

ήκω - Dictionary of Greek

Posted:

ἥκω (AM)

(ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.)

1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ

β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.)

2. εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι («τό γε ἐπ' αὐτοὺς ἧκον μέρος» — όσο εξαρτάται απ' αυτούς, Φιλ.)

αρχ.

1. (με την πρόθεση ἐπί και αιτ.) α) επιτίθεμαι, επέρχομαι, προσβάλλω («ἧκεν ἐφ' ἡμᾱς ὡς διαρπασόμενος», Πλάτ.)

β) έχω έλθει για («ἐπὶ τὸ στράτευμα ἥκουσι» — έχουν έλθει για το στράτευμα, Ξεν.)

2. έχω περιέλθει, έχω φθάσει, έχω καταντήσει («εἰς τοῡτο δ' ἥκεις ἀμαθίας» — σε τέτοιο σημείο αμάθειας έχεις καταντήσει, Ευρ.)

3. (γεωμ.) διέρχομαι από κάποιο σημείο

4. έχω επανέλθει, επέστρεψα

5. (με μτχ. μέλλ.) έχω έλθει για να, έχω έλθει να «ταῡθ' ἥκω φράσων» — έχω έλθει για να πω αυτά, Ευρ.)

6. είμαι («θεοῑς γ' ἔχθιστος ἥκω», Σοφ.)

7. (για τροφές, εδέσματα) έχω παρατεθεί

8. ανήκω, αναφέρομαι, έχω σχέση, αναφορά, συγγένεια, συνάφεια («ποῑ λόγος ἥκει», Ευρ.)

9. (με απρμφ.) αρμόζει, ταιριάζει («ἧκέ μοι γένει πενθεῑν» — άρμοζε να πενθώ λόγω τής συγγένειας, Σοφ.)

10. (στο γ' εν. πρόσ. με μτχ. έχει επιρρ. σημ.) συνήθως, συχνά, επανειλημμένως («ὅ καὶ νῡν ἥκει γενόμενον» — αυτό που συμβαίνει συνήθως και τώρα, Πολ.)

11. (με τη μτχ. φέρων ή έχων) έχω έλθει φέροντας, έχω έλθει έχοντας «ἥκω φέρων»,

12. φρ. α) «ἐς ταὐτόν ἥκω» — έχω καταλήξει στο ίδιο σημείο, συμφωνώ (Ευρ.)

β) «εὖ ἥκειν τινός» — έχω αφθονία ενός πράγματος («χρημάτων εὖ ἥκοντες»

Ηρόδ.)

γ) «ὡρέων δὲ ἥκουσαν οὐχ ὁμοίως» — η οποία έχει ανόμοιες ώρες τού έτους, Ηρόδ.

δ) «πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;» — πώς τα πήγαμε με τον αγώνα; (Ευρ.)

ε) «γένους ἥκεις ὧδε τοῑσδε» — είσαι σ' αυτό τον βαθμό συγγενής μ' αυτούς, (Ευρ.)

στ) «οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις» — έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη σοφία (Πλάτ.)

ζ) «δυνάμιός τε ἥκεις μεγάλης» — είσαι πολύ δυνατός, έφθασες σε μεγάλη δύναμη (Ηρόδ.).

[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σημασία παρακειμένου και ανάγεται, όπως και το ενεστωτικής σημασίας συγγενές του ίκω* σε ΙΕ ρίζα sē(i)k- «πιάνω, φθάνω με το χέρι».
ΣΥΝΘ. ανήκω, διήκω, συνανήκω

αρχ.

αντιπαρήκω, αφήκω, εισήκω, ενδιήκω, ενήκω, εξήκω, επανήκω, επιδιήκω, εφήκω, καθήκω, μεθήκω, παρήκω, περιήκω, προήκω, προσήκω, συμπαρήκω, συνεπανήκω, συνήκω, υπερείκω].

ωιμέ - Dictionary of Greek

Posted:

ωιμέ

και ωιμένα και οϊμέ και οϊμένα Ν

(σχτλ. επιφών.) αλίμονό μου!

[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ω εμέ(να)].

Dictionary of Greek. 2013.

Комментариев нет:

Отправить комментарий

webmention

Infocourt

News digest

Together digest